- μεσουρανοῦν
- μεσουρανέωto be in mid-heavenpres part act masc voc sg (attic epic doric)μεσουρανέωto be in mid-heavenpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάστωρ — I (2ος αι. π.Χ.). Χρονικογράφος και ρήτορας από τη Ρόδο. Είναι γνωστοί μόνο οι τίτλοι από τα έργα του: Αναγραφή Βαβυλώνος και των θαλασσοκρατησάντων, Χρονικά αγνοήματα, Περί επιχειρημάτων, Περί πειθούς, Περί του Νείλου, Τέχνη ρητορική, Περί… … Dictionary of Greek
αμφιφανείς αστερισμοί — (Αστρον.).Κατηγορία αστερισμών που ανατέλλουν, μεσουρανούν και δύουν σε αντίθεση με τους αειφανείς και τους αφανείς αστερισμούς, οι οποίοι βρίσκονται πάντοτε πάνω ή κάτω, αντίστοιχα, από τον ορίζοντα του παρατηρητή και γι’ αυτό είναι πάντοτε… … Dictionary of Greek